- ἐνετῇσι
- ἐνετήpinfem dat pl (epic ionic)ἐνετόςinsertedfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνετῆισι — ἐνετῇσι , ἐνετή pin fem dat pl (epic ionic) ἐνετῇσι , ἐνετός inserted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… … Dictionary of Greek